NOP
<-


Σύνοψη

Τι σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη?

Η ιστορία της βιώσιμης ανάπτυξης

Οικονομικοί κανόνες

Οικολογικοί κανόνες

Κοινωνικοί κανόνες

Βιωσιμότητα στη χημεία

Βιβλιογραφία
Creative Commons-Lizenzvertrag - Ψήφισμα -

Βασικές πληροφορίες για την βιώσιμη ανάπτυξη

Σύνοψη

Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί το κορυφαίο ζητούμενο του 21ου αιώνα. Περιγράφει μια ανάπτυξη η οποία είναι σύμφωνη με τις ανάγκες της παρούσης γενεάς αλλά δεν διακινδυνεύει τις ευκαιρίες να ικανοποιηθούν επίσης οι ανάγκες της επόμενης γενεάς. Στην Ευρώπη ο όρος αυτός προέρχεται από την δασοπονία. Τώρα η «βιώσιμη ανάπτυξη» έχει γίνει ένας σπουδαίος γενικός στόχος για όλα τα πεδία της ζωής, όπως η οικονομία η οικολογία και η κοινωνική ισορροπία.

Η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός του μέλλοντός μας έχει διεθνώς συζητηθεί σε συνόδους κορυφής όπως στη Διάσκεψη του Ρίο και Γιαχάνεσμπουργκ. Είναι όμως επίσης ένα θέμα που εξετάζεται σε εθνική βάση για διάφορες χώρες. Π.χ. στην Γερμανία η Επιτροπή Enquete-της Γερμανικής Βουλής έχει θεσπίσει τη νομοθετική πράξη «Προστασία του Ανθρώπου και του Περιβάλλοντος» για να ερευνήσει και να ασχοληθεί με τις ανάγκες της βιώσιμης ανάπτυξης. Στην τελική έκθεση της επιτροπής αυτής καθορίστηκαν τέσσερεις ή πέντε κανόνες οι οποίοι θεωρούνται σαν αναγκαίοι για την βιώσιμη ανάπτυξη στη Γερμανία. Η αρχή αυτή έχει γίνει αποδεκτή από κορυφαίους παράγοντες σε διάφορα πεδία της οικονομίας και της πολιτικής. Όμως για να τεθούν οι αρχές αυτές σε εφαρμογή, τώρα οι εταιρείες χρειάζονται επίσης συμβούλους με καθήκον να εφαρμόσουν τους κανόνες της αειφόρου ανάπτυξης στα πεδία της αρμοδιότητάς τους.

Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η εφαρμογή στην εκπαίδευση ενός νέου μοντέλλου για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αν και η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης έχει γίνει γενικά αποδεκτή, εν τούτοις υπάρχουν προβλήματα εφαρμογής και αξιολόγησης του γενικού αυτού στόχου. Για παράδειγμα δεν είναι σαφές ότι οι ορισμοί για τις πρωταρχικές ανάγκες ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο.

Τι σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη?

Η βιώσιμη ανάπτυξη ή αειφόρος ανάπτυξη, που ονομάζεται επίσης και συνεχής ή διαρκής ή εντατική ή αποδοτική ανάπτυξη [1] , ορίστηκε για πρώτη φορά το 1987 στη Παγκόσμια Επιτροπή για το περιβάλλον και την ανάπτυξη από τον Gro Harlem Brundtland, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός της Νορβηγίας. Στην τελική έκθεση της επιτροπής με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον» που ονομάστηκε επίσης και έκθεση Brundtland [2], η βιώσιμη ανάπτυξη ορίστηκε ως:

Η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να δεσμεύει την δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες...

Με άλλα λόγια η ανάπτυξη είναι ουσιαστικής σημασίας για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και τη βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής. Την ίδια στιγμή η ανάπτυξη πρέπει να βασίζεται στην αποτελεσματική και περιβαλλοντικά υπεύθυνη χρήση όλων των ανεπαρκών πόρων της κοινωνίας, είτε φυσικών, είτε ανθρωπίνων είτε οικονομικών πόρων.

Η ιστορία της βιώσιμης ανάπτυξης

Η σημερινή ιδέα της βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει σε χρόνους πρίν από τη σύγχρονη εποχή. Η φροντίδα για τις ανάγκες των επερχόμενων γενεών είναι παλιά. Οι πρώτες αποδεδειγμένες μαρτυρίες εντοπίζονται στην ιστορία των Ιροκέζων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Οι αρχηγοί τους ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν για τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών [3, 4].

Στην Ευρώπη η ιδέα της βιώσιμης ανάπτυξης αναπτύχθηκε αρχικά στην δασοπονία. Ήδη ενωρίς από τον 13ο αιώνα υπήρχαν κανονισμοί για την βιώσιμη χρήση της ξυλείας (Κανονισμός δασών της Νυρεμβέργης από το 1294 [5].

Το πρόβλημα της εντατικής υλοτομίας χωρίς την μέριμνα της επαναδάσωσης συζητήθηκε από τον Carlowitz, έναν ευγενή από τη Σαξωνία στο βιβλίο του «Sylvicultura Oeconomica – οδηγία για τη φυσική καλιέργεια των άγριων δένδρων» (1713), Ο Carlowitz απαίτησε τη μελέτη του «παγκόσμιου βιβλίου της φύσης». Αξίωσε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ερευνά τους νόμους της φύσης συνεχώς, πάντοτε και εις το «διηνεκές». Ο Carlowitz στο βιβλίο του συνηγόρησε για μερικά μέτρα στην κατασκευή των σπιτιών όπως την βελτίωση στην μόνωση για τη ζέστη και το κρύο, συνηγόρησε για τη χρήση κλιβάνων τήξης και θερμαστρών που εξοικονομούν ενέργεια και για σχεδιασμό επαναδασώσεων με σπορά και καλιέργεια. Τελικά αξίωσε την υποκατάσταση της ξυλείας [6].

Βασιζόμενος στις ιδέες αυτές ο Georg Ludwig Hartig δημοσίευσε το 1795 την εργασία με τίτλο « Οδηγίες για την φορολόγηση και τον χαρακτηρισμό των δασών» την χρησιμοποίηση της ξυλείας όσο γίνεται αποτελεσματικότερα αλλά να εξεταστούν επίσης οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών [7, 8]. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της βιώσιμης ανάπτυξης. Εν τούτοις οι σκοποί της ήσαν κυρίως οικονομικής και κοινωνικής φύσης. Η προστασία του περιβάλλοντος και της φύσης ήσαν πέραν των βλέψεων των χρόνων εκείνων. Η αρχή της μείωσης των πρωτόγονων δασών και η προτίμηση για μονοκαλιέργεια των δένδρων απέφερε κυρίως την ταχεία αύξηση των κωνωφόρων δένδρων. Οι αρχικές αυτές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης περιορίστηκαν μόνο στη δασοπονία και δεν επεκτάθηκαν σε άλλα πεδία.

Ο όρος βιωσιμότητα στο πλαίσιο της προστασίας της φύσης και της βιόσφαιρας της γης χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην δεκαετία του 1980 στο παγκόσμιο πρόγραμμα προστασίας της φύσης γαι την διατήρηση της φύσης (IUCN) και του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF) Η σημασία και το κίνητρο ήταν ότι όταν χρησιμοποιείται ένα υπάρχον βιολογικό σύστημα να μην αλλάζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του [9]. Η έννοια της αρχής αυτής επεκτάθηκε στη συνέχεια με τη χρήση του όρου βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη "sustainable development". Με την Έκθεση Brundtlandt το 1987 προστέθηκαν στις υπάρχουσες οικολογικές και κοινωνικές απόψεις και οι οικονομικές εκδοχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ένα περαιτέρω ορόσημο προήλθε από την σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UNED) που έγινε στο Ρίο ντε Τζανέϊρο τ0 1992. Περίπου 170 έθνη υπέγραψαν την Αντζέντα 21 σαν ένα παγκόσμιο στόχο την «βιώσιμη ανάπτυξη» [10]. Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα της Αντζέντας αυτής μερικά από τα θέματά της δεν είναι τελείως ξεκάθαρα. Περιγράφει μόνον τους γενικούς στόχους αλλά όχι τους τρόπους για την υλοποίησή τους. Έτσι, δείχνει ότι είναι περισσότερο σημαντικό το «πνεύμα» της Αντζέντας 21, από ότι οι λέξεις του επίσημου έγγραφου, να μπορούν δηλ. να λυθούν τα σπουδαία οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κοινότητας και συνεργασίας μεταξύ όλων των εθνών του κόσμου. Το 1996 η Γερμανική Επιτροπή Enquete για την «Προστασία του Ανθρώπου και του Περιβάλλοντος» της Γερμανικής Βουλής πρότεινε κανονισμούς για την επίτευξη του γενικού αυτού στόχου. Στην τελική της έκθεση «Αρχές Βιωσιμότητας από την Θεωρία στην Εφαρμογή» ορίστηκαν οι γενικοί κανόνες για το σκοπό αυτό [11]. Η επιτροπή διακηρύσσει σαν πρωταρχικούς στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης την «ασφάλεια και βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών αγαθών». Δίνει έμφαση στο μοντέλλο των τριών ισοδύναμων πυλώνων της βιωσιμότητας που στηρίζεται στην οικολογία, στην οικονομία και την κοινωνία. Η έκθεση ορίζει επίσης θετικές πρακτικές και μέσα για την επίτευξη του στόχου της βιωσιμότητας.

Τον Ιούνιο του 2001 μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν στο Goetheburg της Σουηδίας, για να συζητήσουν για το μέλλον της Ευρώπης και να σχεδιάσουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την πολιτική της με τα ακόλουθα αποτελέσματα:

Η βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει εκπλήρωση των αναγκών της παρούσης γενεάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών. Για το λόγο αυτό είναι ανάγκη να αναπτυχθούν πολιτικές για την οικονομία, την οικολογία και τις απαιτήσεις της κοινωνίας με έναν συνεργατικό τρόπο, οι οποίες θα ισχυροποιούνται μεταξύ τους. Εάν δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν οι ροπές που απειλούν την ποιότητα ζωής του μέλλοντος, θα αυξηθεί δραματικά το απαιτούμενο κόστος για τις κοινωνίες και οι αρνητικές τάσεις θα γίνουν μη αντιστρεπτές. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλωσορίζει το διάγγελμα της Επιτροπής για την Βιώσιμη Ανάπτυξη για τις σημαντικές λύσεις στην αναχαίτηση των αρνητικών αυτών ροπών.

Ευρωπαϊκή πολιτική συμφωνεί να ισχύσει ένας κοινός τρόπος βιώσιμης ανάπτυξης και να θεσπίσει τις γενικές προϋποθέσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Τα επόμενα χρόνια θα φανεί πόσο καλά το σχεδιασθέν μοντέλλο μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτό είναι το κύριο καθήκον για πολιτικές, αν και άλλοι φορείς όπως οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί (NGO) και ενώσεις της βιομηχανίας και οργανισμοί για την προστασία της φύσης παίζουν επίσης έναν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός μοντέλλου βιώσιμης ανάπτυξης.

Οικονομικοί κανόνες

Η ανωτέρω αναφερθείσα Επιτροπή Enquete της 13ης Γερμανικής Βουλής [11] πρότεινε τους ακόλουθους κανόνες για βιώσιμη ανάπτυξη:

  1. Το οικονομικό σύστημα πρέπει να ικανοποιεί αποτελεσματικά τις ατομικές και κοινωνικές ανάγκες. Για το σκοπό αυτό οι κανόνες της οικονομίας πρέπει να σχηματοποιηθούν με τρόπο ώστε να προάγουν την ατομική πρωτοβουλία (ίδια ευθύνη) και ότι τα ατομικά συμφέροντα να υπηρετούν τα κοινά συμφέροντα (κοινή ευθύνη) με σκοπό την εξασφάλιση της ευημερίας του τωρινού και του μελοντικού πληθυσμού. Θα πρέπει οι κανόνες αυτοί να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε τα ατομικά και τα κοινά συμφέροντα να εναρμονίζονται μεταξύ τους. Κάθε μέλος της κοινωνίας αποκομίζει κέρδη από το κοινωνικό σύστημα; ανάλογα με τις προσωπικές πληρωμές που παρέχουν τα κοινωνικά συστήματα και ανάλογα με τις ειδικές του ανάγκες.
  2. Οι τιμές πρέπει πάντα να υπηρετούν μια βασική λειτουργία της αγοράς. Πρέπει να αντανακλούν την διαθεσιμότητα των πόρων, της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών.
  3. Οι περιοριστικές συνθήκες ανταγωνισμού πρέπει να επιτρέπουν την δημιουργία και διατήρηση ομαλής λειτουργίας των αγορών, να ενθαρύνονται οι καινοτομίες, έτσι θα είναι πλεονεκτικές οι μακράς πνοής αποφάσεις και έτσι θα προωθηθούν οι κοινωνικές βελτιώσεις σε συνδιασμό με τις μελλοντικές ανάγκες.
  4. Η οικονομική αποδοτικότητα της κοινωνίας και η βάση της παραγωγής, πρέπει να στηρίζει πάντοτε τις κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρέπει να αυξάνονται μόνο ποσοτικά αλλά να βελτιώνονται και ποιοτικά.

Σε ένα χαρακτηριστικό άρθρο (German) περιγράφονται οι οικονομικές απαιτήσεις για μια βιώσμη ανάπτυξη στην προοπτική της χημικής βιομηχανίας.

Οικολογικοί κανόνες

Η Επιτροπή Enquete για την «Προστασία του Ανθρώπου και του Περιβάλλοντος» της 13ης Γερμανικής Βουλής καθόρισε την βιώσιμη ανάπτυξη σαν κεντρικό στόχο για την διατήρηση και βελτίωση των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών επιτευμάτων [11]. Αυτή σχετίζεται με το μοντέλλο των τριών ισοδυνάμων πυλώνων για βιωσιμότητα τις οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Η Γερμανική Επιτροπή Enquete, που αναφέρθηκε προηγουμένως, πρότεινε τους ακόλουθους οικολογικούς κανόνες για τη βιώσιμη ανάπτυξη:

  1. Ο ρυθμός της χρησιμοποίησης των ανανεώσιμων πόρων δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ρυθμό της αναγέννησής τους. Αυτό αντιστοιχεί στην απαίτηση της διατήρησης της οικολογικής ισορροπίας, δηλ. (τουλάχιστον) τη διατήρηση του οικολογικού κεφάλαιου όπως αυτό ορίζεται από τις λειτουργικές του ιδιότητες.
  2. Οι εκπομπές στο περιβάλλον δεν πρέπει να υπερβαίνουν την δυναμικότητα των ιδιαίτερων οικοσυστημάτων.
  3. Το χρονοδιάγραμμα των ανθρωπογενών επιπτώσεων στο περιβάλλον πρέπει να είναι σε μια ισόρροπη σχέση με το χρονοδιάγραμμα της ικανότητας για αντίδραση της σχετικής φυσικής διαδικασίας του περιβάλλοντος.
  4. Οι κίνδυνοι και τα ρίσκα για την ανθρώπινη υγεία που προκαλούνται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες πρέπει να ελαχιστοποιηθούν.

Κοινωνικοί κανόνες

Τελικώς η παραπάνω αναφερθείσα επιτροπή Enquete πρότεινε τους ακόλουθους κοινωνικούς κανόνες για τη βιωσιμότητα:

  1. Η κοινωνική συνταγματική πολιτεία πρέπει να διατηρεί και να προωθεί την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη την ανθρώπινης προσωπικότητας για τις παρούσες και μελλοντικές γενεές με στόχο την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης.
  2. Κάθε μέλος της κοινωνίας απολαμβάνει τα οφέλη από την κοινωνική αλληλεγγύη: συμφωνα με προηγούμενες συνεισφορές του στα κοινωνικά ασφαλιστικά συστήματα αλλά επίσης και στην περίπτωση της φτώχειας.
  3. Καθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να συνεισφέρει στην κοινότητα σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
  4. Τα κοινωνικά συστήματα ασφάλισης μπορούν να αναπτυχθούν στην ίδια έκταση με τα οικονομικά κριτήρια.
  5. DΤο δυναμικό της παραγωγικότητας όλης της κοινωνίας πρέπει να διατηρηθεί επίσης και για τις μελλοντικές γενεές [11].

Βιωσιμότητα στη χημεία

Η χημεία σε συνάφεια με την βιώσιμη ανάπτυξη είναι ταυτόχρονα μια πρόκληση και ένα ρίσκο.Τα ρίσκα είναι μεγάλα όπως φάνηκε με τα ατυχήματα στο Σεβέζο, την Μομπάλ στην Ινδία και της Sandoz Corp στη Βασιλεία της Ελβετίας. Επίσης περιστασιακά λιγότερο σημαντικά δεδομένα, όπως οι ευρύτατα διαδεδομένες εκπομπές ΡΟΡ (το ακρονύμιο για τους επίμονους οργανικούς ρυπαντές: persistent organic pollutants), προέρχονται από την χημική βιομηχανία. Πέρα όμως από τους κινδύνους αυτούς, η χημεία προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες για βιώσιμη ανάπτυξη [12]. Η χημική βιομηχανία μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη προς ένα περισσότερο βιώσιμο τρόπο ζωής σε συμφωνία με την ικανότητά της κοινωνίας στο πεδίο της μετατροπής των προϊόντων και υλικών. Η παραγωγή μονωτικών υλικών για τις δημόσιες και ιδιωτικές οικοδομές είναι ένα καλό παράδειγμα της συνεισφοράς της χημείας στην πρόοδο αυτή. Η απαιτούμενη ενέργεια για την παραγωγή των υλικών αυτών εξοικονομείται μέσα στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας με μειωμένες ενεργειακές ανάγκες [13]. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατή η μακράς διάρκειας μείωση της απαιτούμενης ενέργειας για τη θέρμανση ων οικοδομών Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ανάπτυξη των καταλυτικών μετατροπέων στα οχήματα , η οποία μείωσε σε μεγάλο βαθμό τις εκπομπές καυσαερίων. Αυτό με τη σειρά οδήγησε σε καλύτερης ποιότητας αέρα για το περιβάλλον. Στα επόμενα κεφάλαια θα συζητηθούν οι θέσεις και οι αναφορές των εμπορικών ενώσεων και της χημικής βιομηχανίας σχετικά με το θέμα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Προοπτική για τους περιβαλλοντικούς οργανισμούς

Σήμερα υπάρχουν και έχουν επιβληθεί από την νομοθεσία λεπτομερείς κανονισμοί στα περισσότερα σύγχρονα κράτη σε σχέση με περιβαλλοντικά θέματα όπως ο χειρισμός των χημικών ενώσεων και η συντήρηση των χημικών εργοστασίων. Οι κανονισμοί αυτοί είναι το αποτέλεσμα αντιμαχόμενων συζητήσεων στην δεκαετία του 1980 γύρω από το ρόλο της χημείας. Η αρχική κοινωνική εκρηκτικότητα που εκφράστηκε, για παράδειγμα με αναφορές όπως "Seveso ist überall" (το Σεβέζο είναι παντού) [14] έχει ηρεμήσει. Επιπροσθέτως οι μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις (NGO) όλο και περισσότερο παρενέβησαν σε πολιτικές αποφάσεις σε σχέση με θέματα χημείας. Αντί των συζητήσεων σχετικά με τη χημεία και την πυρηνική ενέργεια, έχουν τώρα μεγαλύτερο ρόλο άλλα θέματα αντιπαράθεσης. Μεταξύ των φλεγόντων σημερινών θεμάτων είναι η γενετική μηχανική και η μη ιοντίζουσα ακτινοβολία από τα κινητά τηλέφωνα. Έχει αναπτυχθεί μια συνεργασία μεταξύ περιβαλλοντικών οργανισμών και της χημικής βιομηχανίας με αποτέλεσμα δημοσιεύσεις όπως «Βιώσιμη ανάπτυξη- Sustainable Development - Vom Leitbild zum Werkzeug» (από τη σκέψη σε ένα εργαλείο) από την πρώην εταιρία Hoechst [15]. Η συνεργασία αυτή απέδωσε την αρχή «Η αποτίμιση της βιωσιμότητας στην παραγωγή - Product Sustainability Assessment» (PROSA) η οποία εφαρμόστηκε σε διάφορα πεδία σαν μοντέλλο. Μια παρόμοια συνεργασία συνέβη με το θέμα "PVC und Nachhaltigkeit" (PVC και βιωσιμότητα - PVC and Sustainability) [16]. Ο τελικός και ριζοσπαστικός στόχος σε κάθε μοντέλλο μελέτης ήταν η ολοκληρωμένη εξέταση διαφόρων ζητημάτων ειδικότερα οι οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές προοπτικές στο να επιτευχθεί μια ολιστική θεώρηση της χημικής παραγωγής.

Απόψεις των ομοσπονδιών και των εταιριών

Τα ατυχήματα στα χημικά εργοστάσια, η αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών και η αυξανόμενη πολιτική πίεση οδήγησαν τις εταιρείες και τους οργανισμούς των χημικών βιομηχανιών στο να σκεφτούν τις δραστηριότητές τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο συλλογισμός αυτός είχα σαν αποτέλεσμα την γενικότερη θεώρηση της «υπεύθυνης φροντίδας - responsible care» στα τέλη της δεκαετία του 1980; Η χημική βιομηχανία ανάλαβε εθελοντικά την υποχρέωση να βελτιώσει τις δραστηριότητες της σε θέματα ασφάλειας, υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα από τις νομικές ρυθμίσεις. Στη βάση της αρχής αυτής έχουν επιτευχθεί σημαντικές βελτιώσεις κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, ειδικά στο πεδίο της περιβαλλοντικής προστασίας. Για παράδειγμα οι εκπομπές αερίων που επηρεάζουν τις κλιματικές αλλαγές έχουν μειωθεί σημαντικά με συμπαραγωγή ενέργειας και θερμότητας [17]. Παρόλα αυτά οι απαιτήσεις του μοντέλλου «της βιώσιμης ανάπτυξης» υπερβαίνει την αρχή της «υπεύθυνης φροντίδας».

Οι εθνικοί και οι διεθνείς οργανισμοί της χημικής βιομηχανίας [18, 19, 1] καθώς επίσης και μερικές συνεργαζόμενες εταιρίες [20, 21, 22] συζητούν τις απαιτήσεις αυτές και αναγνωρίζουν τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Εν τούτοις, απαιτούν όχι μόνο εθνικούς αλλά διεθνείς κανονισμούς για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε ένα παγκόσμιο επίπεδο [1]. Περισσότερες από 100 πολυεθνικές εταιρείες έχουν συμπράξει στην ίδρυση του οργανισμού World Business Council of Sustainable Development (WBCSD). Ο οργανισμός αυτός αναπτύσσει νέα βιώσιμα σχέδια και προσεγγίσεις για τις χημικές βιομηχανίες, για παράδειγμα στο πεδίο των οικολογικά αποτελεσματικών ή των ανανεώσιμων πηγών [23].

Βιωσιμότητα στη χημική εκπαίδευση

Οι προκλήσεις μιας βιώσιμη ανάπτυξη για τη χημεία καλύπτει και τα τρία πεδία βιωσιμότητας. Λόγω της πολυπλοκότητάς του όλα τα αφορώντα ζητήματα δεν μπορούν να απαντηθούν από επιστήμονες ενός μόνον κλάδου. Για το λόγο αυτό απαιτείται η συνεισφορά επιστημόνων από διάφορα γνωστικά πεδία. Το κύριο θέμα από επιστημονική άποψη είναι η ανάπτυξη τηςοικολογικής βιωσιμότητας των διαδικασιών και μεθόδων. Μια διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί οικολογικά βιώσιμη αν χρησιμοποιεί πόρους (τα ισαγόμενα, οι συνθήκες παραγωγής και τα προκύπτοντα βάρη) πλησιάζουν στο ορισθέν ελάχιστο 1. [24]. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να μην υπάρχουν άλλες προσεγγίσεις και λύσεις και οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν περισσότερο βιώσιμες.

Για την ανάπτυξη των διαδικασιών αυτών χρειάζονται επιστήμονες με θεμελιώδεις γνώσεις στο πεδίο της μεταποίησης των υλικών. Επιπροσθέτως πρέπει να κατανοούν τις νέες απαιτήσεις όπως οι ακόλουθες:

  • Εφαρμογή ενεργειακά ήπιων και περιβαλλοντικά φιλικών συνθηκών αντίδρασης με τη χρήση καταλυτικών ή ενζυματικών αντιδράσεων.
  • Εφαρμογή εναλλακτικών τεχνικών για τις θερμικές αντιδράσεις όπως φωτοχημικές και ηλεκτροχημικές αντιδράσεις, τεχνικές μικροκυμάτων και ηλιακής ενέργειας.
  • Εφαρμογή μοντέρνων χημειο- regio- και στερεοεκλεκτικών αντιδράσεων.
  • Χρήση μέσων που εξοικονομούν πρώτες ύλες και ενδιάμεσα, και χρήση ανανεώσιμων πόρων.
  • Χρήση περιβαλλοντικά ήπιων διαλυτών.
  • Ανακύκλωση βοηθητικών ενώσεων και διαλυτών.

DΟι απαιτήσεις για τους χημικούς συνοψίζονται σε μια εργασία του Eissen et al. "10 years after Rio-concepts for contribution of Chemistry towards sustainable development" [25]. Ένα virtual institute έχει αναπτύξει ενδιαφέρουσες ιδέες οι οποίες χρησιμοποιούν τις αρχές της πράσινης χημείας. Αυτές έχουν κωδικοποιηθεί σε δώδεκα γενικές αρχές [26]:

  1. Είναι προτιμότερο να προλαμβάνουμε τα απόβλητα από το να κατεργαζόμαστε ή να καθαρίζουμε τα απόβλητα αφού σχηματιστούν.
  2. Οι μέθοδοι σύνθεσης πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να μεγιστοποιείται η συμμετοχή στο τελικό προϊόν των όλων υλικών που χρησιμοποιούνται κατά την δεργασία.
  3. Σχεδιασμός συνθετικών μεθόδων ώστε να χρησιμοποιούν και να δημιουργούν ουσίες που έχουν ελάχιστη ή καθόλου τοξικότητα στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
  4. Τα χημικά προϊόντα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικά για τον σκοπό που σχεδιάστηκαν με ελαχιστοποίηση της τοξικότητάς των.
  5. Η χρήση βοηθητικών ουσιών (π.χ. διαλυτών, υλικών διαχωρισμού κλπ) να αποφεύγεται ή όπου χρησιμοποιούνται να είναι αβλαβείς.
  6. Μείωση της απαιτούμενης ενέργειας στις διάφορες χημικές διεργασίες η οποία θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με περιβαλλοντικές και οικονομικές συνέπειες. Οι μέθοδοι σύνθεσης, όπου είναι δυνατόν, να γίνονται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και ατμοσφαιρική πίεση.
  7. Όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφαρμόσιμο οι πρώτες ύλες πρέπει να είναι ανανεώσιμες αντί να εξαντλούνται.
  8. Όπου είναι δυνατό πρέπει να ελαχιστοποιηθούν ή να αποφεύγονται μη απαραίτητα παράγωγα όπως προστατευτικές ομάδες, προστασία/αποπροστασία, προσωρινές τροποποιήσεις φυσικών και/ή χημικών διεργασιών.
  9. Καταλυτικά αντιδραστήρια, κατά το δυνατόν εκλεκτικά, υπερέχουν των αντιδραστηρίων που επιβάλλει η στοιχειομετρία της αντίδρασης.
  10. Πρέπει να σχεδιάζονται χημικά προϊόντα τα οποία στο τέλος της χρήσης τους να αποικοδομούνται στο περιβάλλον προς μη τοξικά προϊόντα και να μην διατηρούνται ανέπαφα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  11. Χρειάζεται να αναπτυχθούν περαιτέρω μέθοδοι ανάλυσης πραγματικού χρόνου που θα επιτρέπουν τον έλεγχο των διεργασιών όσον αφορά το σχηματισμό επικίνδυνων ουσιών.
  12. Οι χρησιμοποιούμενες και παραγόμενες ουσίες σε μία χημική διεργασία πρέπει να επιλέγονται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούν την πιθανότητα χημικών ατυχημάτων συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών, εκρήξεων και αναφλέξεων.

Εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρθηκαν στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνει κατανοητή η ολοκληρωμένη θεώρησή τους. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να βελτιστοποιηθούν στο ελάχιστο τα περιβαλλοντικά φορτία της αντίδρασης Η ακόλουθη εικόνα εξειδικεύει και εξηγεί την προσέγγιση αυτή:


PIC


Εικόνα 1: Δυνατές καταστάσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των αντιδράσεων

Το αποτέλεσμα μιας αντίδρασης στο περιβάλλον, όπως η τοξικότητα στον άνθρωπο, η οικο-τοξικότητα, ο ευτροφισμός και η κλιματική αλλαγή θα επηρρεαστούν από πολλούς παράγοντες. Η περιβαλλοντική επίπτωση μιας αντίδρασης καθορίζεται όχι μόνο από τα αντιδραστήρια και τα βοηθητικά υλικά που χρησιμοποιούνται αλλά επίσης και από την απαιτούμενη ενέργεια της διεργασίας. Το συνολικό αποτέλεσμα μιας δεδομένης αντίδρασης που προκύπτει περιγράφεται στην κατάσταση 1. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια σταδιακή προσέγγιση βελτιστοποίησης για να προκύψουν συνθήκες αντίδρασης με μειωμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Όταν σχεδιάζεται μια αντίδραση στη βάση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες: τα πριν από την ισορροπία στάδια των αντιδρώντων, η ενέργεια των ενδιαμέσων προϊόντων και οι δυνατές αλλαγές των συνθηκών της αντίδρασης, εάν οι διαλύτες είναι βλαβεροί για το περιβάλλον. Με αυτό το είδος της βελτιστοποίησης προκύπτει η προτιμότερη κατάσταση 2 αντί της 1. Όταν έχουν βελτιστοποιηθεί όλες οι παράμετροι μιας δεδομένης αντίδρασης προκύπτει η κατάσταση 3 σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών βελτιστοποίησης. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν κύριες αλλαγές βελτίωσης των συνθηκών αντίδρασης για να προκύψει μια καλύτερη οικολογική αποτελεσματικότητα, δηλ. να προκύψει η κατάσταση 4. Μια ουσιώδης βελτίωση μπορεί να γίνει με τη χρήση ειδικών καταλυτών ή να χρησιμοποιηθούν άλλες πρώτες ύλες που να οδηγούν στο ίδιο προϊόν αντίδρασης.

Βιβλιογραφία

[1]    Sustainable Development: Wegweiser für die Zukunft. Technical report, Verband der Chemischen Industrie e.V., Frankfurt, 1999.

[2]    World Commission on Environment and Development. Our Common Future. Oxford University Press, Oxford, 1987.

[3]   W. Sachs. Das Kyoto-Protokoll: Lohnt sich seine Rettung? Blaetter für deutsche und internationale Politik, Juli 2001, 2001.

[4]   T. Mergelsberg. Nachhaltigkeit - Was ist eigentlich Nachhaltigkeit. Mergelsberg, 2000.

[5]    M. Held. Geschichte der Nachhaltigkeit. Natur und Kultur, 1(1):17–31, 2000.

[6]    U. Grober. Der Erfinder der Nachhaltigkeit. Die Zeit, 25.11.99:98, 1999.

[7]    F. Greis. Wörterbuch zur lokalen Agenda 21. Universität Mainz, 1997.

[8]    M. Krott. Sonderdruck Zukunft Holz - Die Wurzeln des Prinzips der Nachhaltigkeit. Die Welt, 17.10.2001:S. 16.

[9]    Nachhaltiges Deutschland, Wege zu einer dauerhaft umweltgerechten Entwicklung. Technical report, Umweltbundesamt, Berlin, 1997.

[10]    Report of the United Nations Conference on Environment and Development, Rio de Janeiro. Technical report, United Nations, 1992.

[11]    Konzept Nachhaltigkeit - Vom Leitbild zur Umsetzung. Technical report, Deutscher Bundestag, Enquete-Kommission Schutz des Menschen und der Umwelt des 13. Deutschen Bundestages, Berlin, 1998.

[12]    S. Böschen, D. Lenoir, and M. Scheringer. Sustainable chemistry: starting points and prospects. Naturwissenschaften, 90(3):93 – 102, 2003.

[13]    Kunststoff ist Klimaschutz. Energiesparen, Ressourcen schonen. Technical report, Verband Kunststofferzeugende Industrie (VKE), Frankfurt, 2001.

[14]    E.R. Koch and F. Vahrenholt. Seveso ist Überall - Die tödlichen Risiken der Chemie. Fischer, Frankfurt, 1980.

[15]    C. Ewen, F. Ebinger, C.-O. Gensch, R. Grießhammer, C. Hochfeld, and V. Wollny. Hoechst Nachhaltig. Öko-Institut Verlag, Freiburg, 1997.

[16]    Steuerungsgruppe zum Dialogprojekt PVC und Nachhaltigkeit und Arbeitsgemeinschaft PVC und Umwelt e.V., editor. PVC und Nachhaltigkeit: Systemstabilität als Massstab. Ausgewählte Produktsysteme im Vergleich. Deutscher Instituts-Verlag, Köln, 1999.

[17]    Responsible Care Bericht 2001. Daten der chemischen Industrie zu Sicherheit, Gesundheit, Umweltschutz. Technical report, Verband der Chemischen Industrie e.V., Frankfurt a.M., 2001.

[18]    The ICCA Chemical Sector Report to UNEP for the World Summit on Sustainable Development. Technical report, International Council of Chemical Associations, 2002.

[19]    CEFIC Statement on an integrated approach towards Sustainable development. Technical report, European Chemical Industry Council (CEFIC), Brüssel, 2000.

[20]    Sustainable Development Report 2001. Technical report, Bayer AG, Leverkusen, 2001.

[21]    Konzern-Umweltbericht. Technical report, Schering AG, Berlin, 2000.

[22]    Umweltbericht 2000. Technical report, BASF AG, Ludwigshafen, 2000.

[23]    Case Studies. Technical report, World Buisness Council of Sustainable Development, Genf, 2002.

[24]    G. Kreisel and A. Diehlmann. Definition einer ökologisch nachhaltigen Chemie. unveröffentlicht, 2002.

[25]    M. Eissen, J.O. Metzger, E. Schmidt, and U. Schneidewind. 10 Jahre nach Rio - Konzepte zum Beitrag der Chemie zu einer nachhaltigen Entwicklung. Angew. Chemie, 114(3):402–425, 2002.

[26]    P.T. Anastas and J.C. Warner. Green Chemistry: Theory and Practice. Oxford University Press, Oxford, 1998.

1 If the (optimized) resulting expenses and environmental burdens are considered to high by a majority of actors, the process has to be replaced by a newly developed, better process or the products of the process have to be done without.

update 23. August 2012